- δοκησισόφου
- δοκησίσοφοςwise in one's own conceitmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κάιν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πρωτότοκος γιος του Αδάμ και της Εύας. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη επιδόθηκε στην καλλιέργεια της γης και από τα προϊόντα της καλλιέργειας αυτής προσέφερε θυσία στον Θεό. Ο Θεός, όμως, προτίμησε τη θυσία του αδελφού του,… … Dictionary of Greek
δοκησισοφία — η η ιδιότητα του δοκησίσοφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)